ἡμισύθλαστος

English (LSJ)

ἡμισύθλαστον, half-crushed, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμισύθλαστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, ἡμίθλαστος, Ἡσυχ.

Greek Monolingual

ἡμισύθλαστος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ τεθλασμένος, μισοσπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + θλαστός (< θλω «σπάω»), πρβλ. εύθλαστος, κεφαλόθλα-στος].