ἧψα

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἅπτω¹ et ἅπτω².

Greek Monotonic

ἧψα: αόρ. αʹ του ἅπτω.