ἰαμνοί

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμνοί: -ῶν, οἱ, = εἰαμεναί, (προηγ.), Νικ. Θηρ. 30. 200, 538, 901. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν καὶ ἑρμηνεύει «θάμνοι, κοῖται. νομοί».