ἰαμνοί

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμνοί: -ῶν, οἱ, = εἰαμεναί, (προηγ.), Νικ. Θηρ. 30. 200, 538, 901. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν καὶ ἑρμηνεύει «θάμνοι, κοῖται. νομοί».