ἰδιαστικός

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιαστικός: -ή, -όν, ἀποκεχωρισμένος τῶν ἄλλων, ἰδιαστικὸς βίος καὶ ἀπράγμων Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 349 κἀλλ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 300.