ἱδρυτέον

English (LSJ)

A one must set up, of a statue, Ar. Pax923, Max.Tyr.8 tit.
II intr., οὐχ ἱ. one must not sit idle, S.Aj. 809.

Russian (Dvoretsky)

ἱδρῡτέον: adj. verb. к ἱδρύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἱδρῡτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἱδρύω, δεῖ ἱδρύειν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 923. ΙΙ. Παθ. οὐχ ἱδρυτέον, δὲν πρέπει τις νὰ μείνῃ ἀργός, ἄπρακτος, Σοφ. Αἴ. 809.

Greek Monotonic

ἱδρῡτέον: ρημ. επίθ. του ἱδρύω·
I. πρέπει να ιδρύσουμε, σε Αριστοφ.
II. Παθ., ἱδρυτέον, πρέπει να παραμείνει αργός, άπρακτος, σε Σοφ.