ἱκοίατο

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ion. opt. ao.2 de ἱκνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἱκοίατο: эп. 3 л. pl. opt. к ἱκνέομαι.