ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
3ᵉ pl. ion. opt. ao.2 de ἱκνέομαι.
ἱκοίατο: эп. 3 л. pl. opt. к ἱκνέομαι.