ὀλιγαρχικῶς
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
French (Bailly abrégé)
adv.
avec des sentiments oligarchiques.
Étymologie: ὀλιγαρχικός.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγαρχικῶς: олигархически Plat.