ὀλισθηρόν
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Russian (Dvoretsky)
ὀλισθηρόν: τό скользкость, подвижность, неустойчивость (τῆς διανοίας τινός Luc.).