ὀνηδόν

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ὀνηδόν: Ἐπίρρ, (ὄνος) ὡς ὄνος, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ὄνων, ὀνηδὸν ἐπιβρωμώμενος Νικήτ. Χρον. 20, 3, σ. 380Α.