κυνοκέφαλος

From LSJ

αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι → somehow second thoughts are wiser, the second thoughts are invariably wiser, second thoughts are best

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοκέφᾰλος Medium diacritics: κυνοκέφαλος Low diacritics: κυνοκέφαλος Capitals: ΚΥΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: kynoképhalos Transliteration B: kynokephalos Transliteration C: kynokefalos Beta Code: kunoke/falos

English (LSJ)

κυνοκέφαλον,
A dog-headed: οἱ Kυνοκέφαλοι, Cynocephals, Dog-heads, name of a people, Hdt.1.191, cf. Ctes.Fr.57.22, A.Fr.431.
2 dog-faced baboon, Simia hamadryas, Pl.Tht.161c, 166c, Arist.HA502a19, etc.; sacred animal in Egypt, Luc.Tox.28, JTr.42.
3 κυνοκέφαλον, τό, = ψύλλιον, Dsc.4.69; = ἀντίρρινον, Xenocr. ap. Sch.Orib.2.744. κυνοκεφάλλῳ at the close of an iambic tetrameter, Ar.Eq.416, where λλ is attested by Phryn.PSp.85 B., Phot.]

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sorte de singe à tête de chien, cynocéphale ou babouin, animal;
2 οἱ Κυνοκέφαλοι HDT les Cynocéphales, peuple fabuleux d'Éthiopie.
Étymologie: κύων, κεφαλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοκέφαλος -ου, ὁ [κύων, κεφαλή] de hondkoppige (Egypt. god Anubis). baviaan. plur. οἱ Κυνοκέφαλοι de Hondkoppigen (myth. volk).

German (Pape)

hundsköpfig; ἄνθρωπος Luc. Hermot. 44.
Eine Affenart, Plat. Theaet. 161c; Arist. H.A. 2.8; DS. 1.33; Ael. H.A. 4.41 und öfter.
Bei Ar. Eq. 414 übertragen, unverschämt. In dieser Stelle ist α lang gebraucht, worauf sich die Bemerkung des Phryn. in B.A. 49 bezieht, κυνοκέφαλλος, διὰ τῶν δυοῖν λ οἱ Ἀττικοί; vgl. Phot. lexic.; Fritzsche vermutet κυνοκνέφαλλος, Hundsfellgerber, schwerlich richtig.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοκέφᾰλος:кинокефал, собакоголовая обезьяна Plat., Arst., Luc., Diod.

Spanish

papión

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κυνοκέφαλος, -ον)
1. αυτός που το κεφάλι του μοιάζει με του σκύλου
2. ο πίθηκος μπαμπουίνος, που ήταν αντικείμενο λατρείας στους αρχαίους Αιγυπτίους
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο κυνοκέφαλος
το μοναδικό γένος θηλαστικών της τάξης δερμόπτερα, που μοιάζουν με τους προπιθήκους και με τους ιπτάμενους σκίουρους
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. (στην Αίγυπτο) ιερό ζώο που λατρευόταν ως θεός
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κυνοκέφαλοι
μυθικός λαός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυνοκέφαλον
το φυτό ψύλλιο ή το φυτό αντίρρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βουκέφαλος, εκατογκέφαλος.

Greek Monotonic

κῠνοκέφᾰλος: -ον (κεφαλή),
1. αυτός που έχει κεφάλι σκύλου· οἱ Κυνοκέφαλοι, όνομα λαού, σε Ηρόδ.
2. κυνοπρόσωπος πίθηκος, σε Πλάτ., Λουκ. (κυνοκεφάλῳ, στον Αριστοφ.)

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοκέφᾰλος: -ον, ὁ, ἔχων κεφαλὴν κυνός, οἱ Κυνοκέφαλοι, ὄνομα λαοῦ τινος, Ἡρόδ. 4. 191, πρβλ. Στράβ. 43. 2) ὁ κυνοπρόσωπος πίθηκος, Simia hamadryas, Πλάτ. Θεαίτ. 161C, 166C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 8, 1, κτλ.· ― ἱερόν τι ζῷον ἐν Αἰγύπτῳ, Λουκ. Τόξ. 28, ἐν Διῒ Τραγ. 42. Ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρὰ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 416, καὶ ὁ Δινδ. γράφει αὐτό: κυνοκεφάλλῳ, ὡς ἐν Φρυν. Α. Φ. 49 καὶ παρὰ Φωτ.· πρβλ. τετρακέφαλος, τρικέφαλος.

Middle Liddell

κῠνο-κέφᾰλος, ον κεφαλή
1. dog-headed; οἱ Κυνοκέφαλοι, dog-heads, the name of a people, Hdt.
2. the dogfaced baboon, Plat., Luc. [κυνοκεφάλλῳ in Ar.]

Léxico de magia

ὁ 1 papión animal sagrado en Egipto del que se usa diversas partes: su sangre λαβὼν χάρτην ἱερατικὸν γράψον εἰς αὐτὸν ζμυρνομέλανι καὶ αἵματι κυνοκεφάλου toma un rollo de papiro hierático y escribe en él con tinta de mirra y sangre de papión P XIII 316 su corazón λαβὼν ... ὠὸν κανθάρου καὶ κυνοκεφάλου καρδίαν (ζμύρναν λέγει, κρίνινον μύρον) toma un huevo de escarabajo y un corazón de papión (quiere decir mirra y aceite de lirio) P XIII 1067 excremento καρκίνον ποτάμιον καὶ στῆρ ποικίλης αἰγὸς παρθένου καὶ κυνοκεφάλου κόπρον, ... ταῦτα βάλε εἰς ὅλμον un cangrejo de río, grasa de una cabra virgen de piel moteada y excremento de papión, echa todo esto en un mortero P IV 2459 ἡ δεῖνά σοι θύει ... κόπρον κυνοκεφάλοιο ὠόν τε ἴβεως νεᾶς fulana te ofrece excremento de papión y un huevo de ibis joven P IV 2586 P IV 2686 nombre que oculta diversas sustancias αἷμα κυνοκεφάλου· αἷμα καλαβώτου sangre de papión es sangre de salamanquesa P XII 415 δάκρυα κυνοκεφάλου· χυλὸς ἀννήθου lágrimas de papión es jugo de eneldo P XII 413 τρίχες κυνοκεφάλου· ἀννήθου σπέρμα pelos de papión es semilla de eneldo P XII 418 como símbolo de Mene P VII 782 2 imagen de papión ref. al sol ὥρᾳ ιʹ μορφὴν ἔχεις κυνοκεφάλου en la hora décima tienes forma de papión P IV 1687 P VIII 10 ref. a una de las tres cabezas de una estatua modelada ἡ μέση κεφαλὴ ἤτω ἱέρακος πελαγίου, ἡ δὲ δεξιὰ κυνοκεφάλου que la cabeza del centro sea de un halcón marino y la de la derecha de un papión P IV 3134