ὀρνοσκόπος

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

German (Pape)

[Seite 384] für ὀρνεοσκόπος, erst sehr Sp.

Greek Monolingual

ὀρνοσκόπος, -ον (Μ)
βλ. ορνεοσκόπος.