ὀφρυανασπασίδης

English (LSJ)

ὀφρυανασπασίδου, ὁ, (ἀνασπάω) one who raises his eyebrows in scorn, Epigr. ap. Hegesand.2.

German (Pape)

[Seite 428] ὁ, der die Augenbrauen stolz in die Höhe Ziehende, Ep. ad. 100 (App. 288), von den Philosophen gesagt.

Russian (Dvoretsky)

ὀφρυᾰνασπᾰσίδης: ου (ῐ) adj. m надменно поднимающий брови Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφρυᾰνασπᾰσίδης: -ου, ὁ, (ἀνασπάω) ὁ ἀνασπῶν τὰς ὀφρῦς περιφρονητικῶς, Ἐπίγραμμ. παρ’ Ἀθην. 162Α.

Greek Monolingual

ὀφρυανασπασίδης, ὁ (Α)
(κωμική λ.) αυτός που σηκώνει τα φρύδια του εκφράζοντας περιφρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + ἀνασπῶ + κατάλ. -ίδης].