ὁμάζω

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

German (Pape)

[Seite 328] brüllen, vom Bären und vom Panther, Zenodot. hinter Ammon.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμάζω: ὠρύομαι, ἐπὶ ἄρκτων καὶ παρδάλεων, Ζηνόδοτ. ἐν ταῖς εἰς Ἀμμώνιον παρατηρήσεσι (animadvers.) τοῦ Valcken. σ. 228.