ὁμαδικῶς
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαδικῶς: Ἐπιρρ. = ὁμοῦ, Εὐστ. Θεσ. σ. 745, ἔκδ. Mi., Ἀναστάσ. Σιν. 221D, 261D· - πρβλ. τὸ παρὰ τοῖς Κρησὶν ὁμάδι, κοινῶς μαζί.