ὁμαδικῶς

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαδικῶς: Ἐπιρρ. = ὁμοῦ, Εὐστ. Θεσ. σ. 745, ἔκδ. Mi., Ἀναστάσ. Σιν. 221D, 261D· - πρβλ. τὸ παρὰ τοῖς Κρησὶν ὁμάδι, κοινῶς μαζί.