German (Pape)
[Seite 289] τὸ χρυσίον, reines Gold, vgl. das lat. obrussa, Schol. Thuc. 2, 13 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὄβρυζον: χρυσίον, τό, καθαρὸς χρυσός, Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 13, ἴδε Δουκάγγ. (Συγγενὲς τῷ Λατ. obrussa, ἡ διὰ πυρὸς δοκιμὴ τοῦ χρυσοῦ).