ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil
ὑπέστᾱν: Δωρ. αντί -έστην, αόρ. βʹ του ὑφ-ίστημι.
ὑπέστᾰν: эп. (= ὑπέστησαν) 3 л. pl. aor. 2 к ὑφίστημι.