ὑπέσταν

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monotonic

ὑπέστᾱν: Δωρ. αντί -έστην, αόρ. βʹ του ὑφ-ίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέστᾰν: эп. (= ὑπέστησαν) 3 л. pl. aor. 2 к ὑφίστημι.