ὑπήχησις

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ὑπήχησις: -εως, ἡ, ἀπήχησις εἰς ἀπάντησιν, ἀντήχησις, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 890C.