ὑπεξανάγομαι

English (LSJ)

[ᾰγ], Pass., put out to sea secretly, Th.3.74.

German (Pape)

[Seite 1187] (s. ἄγω), heimlich heraus u. davon segeln, Thuc. 3, 74.

French (Bailly abrégé)

mettre à la voile ou gagner le large secrètement.
Étymologie: ὑπό, ἐξανάγομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεξανάγομαι: тайно отплывать (ἡ Κορινθία ναῦς ὑπεξανήγετο Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξανάγομαι: ἐξέρχομαι κρυφίως εἰς τὸ πέλαγος, ἡ Κορινθία ναῦς ὑπεξανήγετο Θουκ. 3. 74.

Greek Monolingual

Α
αποπλέω κρυφά («ἡ Κορινθία ναῦς ὑπεξανήγετο», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξανάγομαι «αποπλέω»].

Greek Monotonic

ὑπεξανάγομαι: Παθ., εξέρχομαι, βγαίνω κρυφά στο πέλαγος, σε Θουκ.

Middle Liddell


Pass. to put out to sea secretly, Thuc.

Lexicon Thucydideum

clam solvere, proficisci, to depart secretly, set out, 3.74.3.