ὑπομέμφομαι

English (LSJ)

blame a little or blame secretly, Plu.Cat.Mi.15, Nonn.D.15.289, etc.

German (Pape)

[Seite 1225] ein wenig, versteckt tadeln, Plut. Cat. min. 15.

French (Bailly abrégé)

blâmer un peu.
Étymologie: ὑπό, μέμφομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομέμφομαι: немного или втайне порицать (μαλασσόμενος καὶ ὑπομεμφόμενος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομέμφομαι: ἀποθ., μέμφομαι ὀλίγον ἢ κρυφίως, ψέγω, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 15, Νόνν., κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ μέμφομαι
κατηγορώ κάπως ή κατηγορώ κρυφά.

Greek Monotonic

ὑπομέμφομαι: αποθ., κατηγορώ λιγάκι ή κρυφά, μυστικά, σε Πλούτ.

Middle Liddell


Dep. to blame a little or secretly, Plut.