ὑποχρόνιος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχρόνιος: καὶ -χρονος, ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς τὸν χρόνον, πρόσκαιρος, ἀρχήν ὑποχρόνιον δείκνυσιν ἡ κατὰ σάρκα γέννησις Ἀμφιλόχ. σ. 40D, Λεόντ ἐν Maii Collect. Vat. τ. 9, σ. 548.
ὑποχρόνιος: καὶ -χρονος, ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς τὸν χρόνον, πρόσκαιρος, ἀρχήν ὑποχρόνιον δείκνυσιν ἡ κατὰ σάρκα γέννησις Ἀμφιλόχ. σ. 40D, Λεόντ ἐν Maii Collect. Vat. τ. 9, σ. 548.