ὠκειάων

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

French (Bailly abrégé)

gén. pl. fém. épq. de ὠκύς.

Greek Monotonic

ὠκειάων: [ᾱ], Επικ. αντί ὠκειῶν, γεν. πληθ. του θηλ. του ὠκύς.

Russian (Dvoretsky)

ὠκειάων: эп. gen. pl. к ὠκύς.