ὡρμάθην

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. dor. de ὁρμάω.

Greek Monotonic

ὡρμάθην: [ᾱ], Δωρ. αντί ὡρμήθην, Παθ. αόρ. αʹ του ὁρμάω.