ὤφελες

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὤφελες: ε, ἔδε ὀφείλω ΙΙ. 2.

English (Autenrieth)

see ὀφείλω.

Greek Monotonic

ὤφελες: -ε, βʹ και γʹ ενικ. αορ. βʹ του ὀφείλω II.