ᾔομεν

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ᾔομεν: α΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo).

Greek Monotonic

ᾔομεν: αʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).

Russian (Dvoretsky)

ᾔομεν: эп. 1 л. pl. impf. к εἶμι.