Arnaeus

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Wikipedia EN

Arnaeus (/ɑːrˈniːʌs/; Ancient Greek: Ἀρναῖος) is a character in Greek mythology.

Arnaeus or Irus was the beggar due to his willingness to run messages for the suitors of Penelope (see also Iris, the divine rainbow messenger). He was a beggar in Ithaca who sees Odysseus (disguised as a beggar) encroaching on his territory so he becomes aggressive and begins to insult him. They go back and forth threatening each other until Antinous notices the confrontation and exclaims that watching the two beggars square off would be entertaining. Antinous says that the winner of the fight will be given food and would be permitted to dine with the suitors. The rest of the suitors crowded around the two beggars and they prepared to fight.

Odysseus removed his rags and tied them around his waist, revealing a surprisingly muscular body because Athena was standing close by making him appear bigger and stronger than he was. When Irus saw this he was intimidated but the suitors pushed him towards Odysseus. Odysseus entertained the idea of killing Irus but then decided he should just knock him out so the suitors would not suspect anything. Irus aimed a punch at Odysseus but before he could do anything, Odysseus hit him below the ear, crushing his jawbone. Irus crumpled and Odysseus dragged him outside the hall, leaned him up against the courtyard wall and told him to sit there and scare off the pigs and dogs. He also threatened that if Irus did not stop pushing around the other beggars, things would get worse. Irus's appearance within the epic develops the Homeric themes of punishing the inhospitable and appearances versus reality.

Wikipedia EL

Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Ίρος είναι γνωστά δύο διαφορετικά πρόσωπα, τα παρακάτω:

Ζητιάνος στην Ιθάκη

Ζητιάνος στην Ιθάκη, γνωστός από την Οδύσσεια. Το όνομά του ήταν Αρναίος, αλλά οι μνηστήρες της Πηνελόπης και «τα παιδιά μεσ' στο χωριό τονε φωνάζανε Ίρο» (Οδύσσεια, ραψωδία σ, στίχος 6, μετάφραση Ζήσιμου Σίδερη), καθώς έκανε και τον αγγελιαφόρο: «ούνεκ' απαγγέλλεσκε κιών, ότε πού τις ανώγοι» (σ 7, ως γνωστό η Ίρις ήταν η αγγελιαφόρος των θεών). Ο Ίρος προσέβαλε τον Οδυσσέα, επειδή ο τελευταίος ήταν μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο και τον έβλεπε έτσι ως «ανταγωνιστή»: «εἶκε, γέρον, προθύρου, μὴ δὴ τάχα καὶ ποδὸς ἕλκῃ. / οὐκ ἀΐεις, ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, / ἑλκέμεναι δὲ κέλονται; ἐγὼ δ' αἰσχύνομαι ἔμπης. / ἀλλ' ἄνα, μὴ τάχα νῶϊν ἔρις καὶ χερσὶ γένηται. / τὸν δ' ἄρ' ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· / "δαιμόνι', οὔτε τί σε ῥέζω κακὸν οὔτ' ἀγορεύω, /...χερσὶ δὲ μή τι λίην προκαλίζεο, μή με χολώσῃς, / μή σε γέρων περ ἐὼν στῆθος καὶ χείλεα φύρσω /... τὸν δὲ χολωσάμενος προσεφώνεεν Ἶρος ἀλήτης· / "ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει," /...κόπτων ἀμφοτέρῃσι, χαμαὶ δέ κε πάντας ὀδόντας / γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης» (σ 10-16, 20, 21, 25-28, 30, 31)

«Φεύγα απ' την πόρτα, κνώδαλο, να μη σε ποδοσύρω! / Δε βλέπεις πως μου κάνουνε το μάτι να σε διώξω; / Εγώ όμως το 'χω σε ντροπή. Μον' σήκω, μην πιαστούμε». / Τότε λοξά τον κοίταξε κι έτσι ο Δυσσέας του 'πε: / «Καημένε, εγώ δε σ' έβλαψα, κακό δε σού 'πα λόγο, / μήτε ζηλεύω αν πιο πολλά κανείς σε σένα δώσει. / Να, το κατώφλι και τους δυο μας παίρνει... / Μα να πιαστούμε μη ζητάς στα χέρια, μη μ' ανάψεις / και σου τα βάψω μ' αίματα το στήθος και τα χείλια...» / Τότε έτσι του 'πε με θυμό κι ο Ίρος ο ζητιάνος: / «Μωρέ για ιδείτε η γλώσσα του του φωνακλά πώς τρέχει, / σαν της γριάς της καμινούς, που μια να φάει θα λιώσει, / κι απ' τις μασέλες καταγής τα δόντια του θα πέσουν, .../ Ανασκουμπώσου το λοιπόν κι αυτοί να μας γνωρίσουν / στο ξύλο. Βρε παλιόγερε, με νιο πώς θα τα βάλεις;» (σ 10-16, 20, 21, 25-28, 30, 31)

Ο Αντίνοος αντιλήφθηκε ότι μάλωναν και φώναξε και τους άλλους μνηστήρες να τους δουν και να διασκεδάσουν. Τους είπε ότι όποιος νικούσε θα έτρωγε πάντα από το φαγητό τους, ενώ δεν θα άφηναν κανένα άλλο ζητιάνο να μπει ποτέ. Ο Οδυσσέας έβαλε τους μνηστήρες να ορκιστούν ότι δεν θα βοηθούσαν στην πάλη αυτή τον Ίρο, όπως και έγινε, ενώ επιπλέον ο Τηλέμαχος πήρε τον λόγο και του είπε: «Ξένε, αν το λέει η άφοβη καρδιά σου μεσ' στα στήθια, / σιγύρνα αυτόν, κι άλλο Αχαιό μη φοβηθείς κανένα. / Θα 'χει να κάμει με πολλούς όποιος χτυπήσει εσένα.» (σ 61-63). Τότε έγινε η πάλη (σ 95-100) που τελείωσε πολύ γρήγορα, καθώς με το πρώτο χτύπημα του Οδυσσέα ο Ίρος εξουδετερώθηκε. Στη συνέχεια, ο Οδυσσέας τον έπιασε από το ένα πόδι, τον έβγαλε στην αυλή, τον κάθισε στον φράχτη και δίνοντάς του ένα ραβδί του είπε: «Κάτσε δω τώρα τα σκυλιά να διώχνεις και τους χοίρους, / να μάθεις ξένων και φτωχών δυνάστης να μην είσαι, / λέρα, μην τύχει και σε βρει κακό σαν πιο μεγάλο.» (σ 105-107). Επιστρέφοντας στο παλάτι, ο Οδυσσέας γίνεται ευμενώς δεκτός από τους μνηστήρες επειδή «γλύτωσε τον τόπο από τον φαγά τον Ίρο» (απέπαυσεν τούτον τον άναλτον αλητεύειν, σ 114), αφού τώρα θα τον πάνε στην απέναντι της Ιθάκης ηπειρωτική ακτή, «στο βασιλιά τον Έχετο, που ανθρώπους δε λυπάται» (σ 116). Αργότερα ο Τηλέμαχος αναφέρεται στον Ίρο λέγοντας ότι κάθεται ακόμα στις αυλόπορτες «με το κεφάλι του γυρτό, σα να 'ναι μεθυσμένος / και να σταθεί δεν δύναται ορθός στα δυο του πόδια, / μήτε να πάει στο σπίτι του, γιατί η ψυχή του βγαίνει» (σ 240-242).

Γιος του Άκτορα

Γιος του Άκτορα, ο οποίος καταγόταν από την Οπούντα. Αυτός ο Ίρος ήταν σύζυγος της Δημώνασσας και πατέρας του Αργοναύτη Ευρυτίωνα και του Ευρυδάμαντα.

Wikipedia FR

Irus ou Iros (en grec ancien Ἶρος) est un personnage de l'Odyssée (XVIII, 1 à 116). Il est mendiant à Ithaque, renommé pour sa gloutonnerie.

Son véritable nom était Arnée (grec ancien Ἀρναῖος) mais les jeunes l'appelaient Iros, parce qu'il portait leurs messages (du grec eirein, parler).

Comme il insultait Ulysse, et voulait, sans le connaître, lui défendre l'entrée du palais, le héros l'assomma d'un coup de poing

Wikipedia ES

Iro o Arneo (en latín Irus o Hyrus o Arnæus, en griego Ίρος o Αρναίος) es un personaje mitológico y literario que aparece en el Canto XVIII de la Odisea de Homero.

Arneo es un mendigo de Ítaca a quien el poeta compara con un gigante, no por su tamaño sino por su aspecto brutal y su mucho apetito. Suele prestarse a transmitir los mensajes de los pretendientes de Penélope, por lo que en el palacio de Odiseo se le considera un parásito. Le han puesto el sobrenombre de Iro porque, como la diosa Iris, hace todos los recados que se le encargan.

Cuando Odiseo regresa a la isla con el aspecto de mendigo que le ha dado Atenea, Iro, celoso de su puesto, insulta al recién llegado, y luego, instado por Antínoo, se enfrenta con él. Odiseo vence a Iro con facilidad y lo lleva hasta la puerta del palacio.

Wikipedia IT

Nella mitologia greca, Arneo, chiamato anche Iro, era un mendicante di Itaca.

Arneo, dalla sembianze simili a un piccolo gigante e di appetito superiore al loro era in realtà un mendicante buono e onesto di Itaca, l'isola di Odisseo (Ulisse) e dei Proci. Qui era solito frequentare le mense dei ricchi per ottenere un po' di cibo.

Al ritorno di Odisseo non riesce a riconoscerlo e inizia a schernirlo, arrivando al punto di sfidarlo a un incontro di pugilato, da cui però esce sconfitto.

Wikipedia RU

Ир — итакийский нищий, появляющийся в «Одиссее» Гомера и других произведениях античной литературы.

При рождении Ир получил имя Арней. Он жил на Итаке, был нищим и имел славу обжоры и пьяницы. Местная молодёжь дала ему снисходительно-презрительное прозвище Ир — от имени Ириды, вестницы богов, «потому что у всех он там был на посылках».