Carians
From LSJ
English > Greek (Woodhouse Extra)
Κᾶρες. See also: Κάρ, Καρός, Κάειρα, Καρικός, Καρική, Καρικό
⇢ Look up "Carians" on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary | Wikipedia | Google | LSJ full text search
Κᾶρες. See also: Κάρ, Καρός, Κάειρα, Καρικός, Καρική, Καρικό