Κάειρα

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κάειρα Medium diacritics: Κάειρα Low diacritics: Κάειρα Capitals: ΚΑΕΙΡΑ
Transliteration A: Káeira Transliteration B: Kaeira Transliteration C: Kaeira Beta Code: *ka/eira

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, fem. from Κάρ,
A Carian woman, Il.4.142, Hdt.1.92, al.
II Adj. fem., = Καρική, ἐσθής Hdt.5.88.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
de Carie, Carienne.
Étymologie: Κάρ.

Russian (Dvoretsky)

Κάειρα:
I adj. f Κάρ II] происходящая из Карий, карийская (ἐσθής Her.).
IIкариянка Hom.

Greek (Liddell-Scott)

Κάειρα: ἡ, θηλ. τοῦ Κάρ, γυνὴ ἐκ Καρίας, Ἰλ. Δ. 142. ΙΙ. ἐπίθ. θηλ. = Καρική, π.χ. Κάειρα ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 88.

English (Autenrieth)

fem. of Κάρ: of Caria, Carian, Il. 4.142†.

Greek Monolingual

Κάειρα, ἡ (Α)
(θηλ. του Καρ)
1. γυναίκα που κατάγεται από την Καρία
2. ως επίθ. καρική, η της Καρίας («καρικὴ ἐσθής», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

Κάειρα: ἡ, θηλ. από το Κάρ,
I. γυναίκα από την Καρία, σε Ομήρ. Ιλ.
II. θηλ. επίθ. = Καρική, Καρική, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Κάειρα, ἡ,
I. a Carian woman, Il. [fem. from Κάρ,]
II. adj. fem. = Καρική, Carian, Hdt.

English (Woodhouse)

Carian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)