Paeonia officinalis

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Latin > Greek

ἀγλαόφαντον, ἀγλαοφῶτις, αἱμαγωγόν, ἀλφαιωνία, ἀλφαωνιά, ἀλφαωνία, γλαβρήνη, γλαοφώτη, γλυκυσίδη, γλυκυσίδιον, γλυκυσῖτις, δάκτυλοι Ἰδαῖοι, διχόμηνος, τὸ διχότομον, διχότομον, Ἑκατεία, ἐφιαλτεία, ἐφιαλτία, ἐφιάλτιον, θεοδόνιον, θεοδώνιον, κυνόσπαστος, μήνιον, ὀροβάδιον, ὀρόβαξ, παιωνία, παιονίη, σελήνιον, σεληνόγονον, σεληνόγονος

Translations

peony

Albanian: lulegjake, bozhure; Armenian: քաջվարդ, պիոն; Azerbaijani: pion; Belarusian: півоня; Bulgarian: божур; Catalan: peònia; Chechen: цӏен лерг; Chinese Cantonese: 牡丹; Mandarin: 牡丹; Chuvash: пион; Crimean Tatar: şaqayıq; Czech: pivoňka; Danish: pæon; Dutch: pioen, pioenroos; Estonian: pojeng; Finnish: pioni; French: pivoine; Galician: peonia; Georgian: იორდასალამი; German: Pfingstrose, Päonie; Greek: παιωνία; Ancient Greek: ἀγλαόφαντον, ἀγλαοφῶτις, αἱμαγωγόν, ἀλφαιωνία, ἀλφαωνιά, ἀλφαωνία, γλαβρήνη, γλαοφώτη, γλυκυσίδη, γλυκυσίδιον, γλυκυσῖτις, δάκτυλοι Ἰδαῖοι, διχόμηνος, τὸ διχότομον, διχότομον, Ἑκατεία, ἐφιαλτεία, ἐφιαλτία, ἐφιάλτιον, θεοδόνιον, θεοδώνιον, κυνόσπαστος, μήνιον, ὀροβάδιον, ὀρόβαξ, παιωνία, παιονίη, σελήνιον, σεληνόγονον, σεληνόγονος; Hebrew: אַדְמוֹנִית‎; Hungarian: bazsarózsa; Italian: peonia; Japanese: 牡丹, ボタン; Kashubian: bùjón; Kazakh: таушымылдық, шұғынық, сәлдегүл; Korean: 모란; Kyrgyz: пион; Latin: paeonia; Latvian: peonija; Lithuanian: bijūnas; Macedonian: божур; Mongolian: цээнэ цэцэг; Norman: pâsse-rose; Polish: piwonia, peonia; Portuguese: peônia, peónia; Romanian: bujor; Russian: пион; Serbo-Croatian: божур, božur; Slovene: potonika; Spanish: peonía; Swedish: pion; Tatar: пион, чалма чәчәк, чалмабаш; Thai: โบตั๋น; Turkish: şakayık; Ukrainian: півонія; Uzbek: sallagul; Vietnamese: mẫu đơn