Anonymous

ἄστοχος: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que falla el blanco]] ref. a Eros σὺ δὲ [[ἄτοξος]] εἶ καὶ [[ἄστοχος]]; Luc.<i>DDeor</i>.23.1, τὰς βολὰς ... οὐκ ἀστόχους ἐποιοῦντο I.<i>BI</i> 4.579<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[que no alcanza]] ἄγρης ... χεὶρ [[ἄστοχος]] <i>AP</i> 9.370 (Tib.Ill.)<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ δὲ τῶν σοφιστῶν γένος ... φοβοῦμαι μὴ ... ἄστοχον [[ἅμα]] φιλοσόφων ἀνδρῶν ᾖ καὶ πολιτικῶν temo que la clase de los sofistas no esté preparada para entender a filósofos y políticos</i> Pl.<i>Ti</i>.19e, κινδυνεύει τὸ ποιητικὸν γένος ἄστοχον εἶναι τῶν ἱερῶν λόγων D.Chr.36.33, abs. οὐκ [[ἄστοχος]] [[διάνοια]] ingenio perspicaz</i> Arist.<i>HA</i> 587<sup>a</sup>9, κατηγορία ἄ. acusación absurda</i> Plb.5.49.4, de pers., Phld.<i>Ind.Sto</i>.32.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin alcanzar el blanco]], [[torpemente]] οὐκ ἀ. Alex.116.14, τοῖς καιροῖς ἀ. ἐχρῆτο Plb.1.74.2, cf. Phld.<i>Mort</i>.33.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que falla el blanco]] ref. a Eros σὺ δὲ [[ἄτοξος]] εἶ καὶ [[ἄστοχος]]; Luc.<i>DDeor</i>.23.1, τὰς βολὰς ... οὐκ ἀστόχους ἐποιοῦντο I.<i>BI</i> 4.579<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[que no alcanza]] ἄγρης ... χεὶρ [[ἄστοχος]] <i>AP</i> 9.370 (Tib.Ill.)<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ δὲ τῶν σοφιστῶν γένος ... φοβοῦμαι μὴ ... ἄστοχον [[ἅμα]] φιλοσόφων ἀνδρῶν ᾖ καὶ πολιτικῶν temo que la clase de los sofistas no esté preparada para entender a filósofos y políticos</i> Pl.<i>Ti</i>.19e, κινδυνεύει τὸ ποιητικὸν γένος ἄστοχον εἶναι τῶν ἱερῶν λόγων D.Chr.36.33, abs. οὐκ [[ἄστοχος]] [[διάνοια]] ingenio perspicaz</i> Arist.<i>HA</i> 587<sup>a</sup>9, κατηγορία ἄ. acusación absurda</i> Plb.5.49.4, de pers., Phld.<i>Ind.Sto</i>.32.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin alcanzar el blanco]], [[torpemente]] οὐκ ἀ. Alex.116.14, τοῖς καιροῖς ἀ. ἐχρῆτο Plb.1.74.2, cf. Phld.<i>Mort</i>.33.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄστοχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει [[χωρίς]] [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυλλόγιστος]], ο [[απερίσκεπτος]]<br /><b>3.</b> ο [[άσκοπος]], ο [[μάταιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[άκαρπος]] («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα»).
}}
}}