3,276,932
edits
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄστοχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει [[χωρίς]] [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυλλόγιστος]], ο [[απερίσκεπτος]]<br /><b>3.</b> ο [[άσκοπος]], ο [[μάταιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[άκαρπος]] («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα»). | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄστοχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει [[χωρίς]] [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυλλόγιστος]], ο [[απερίσκεπτος]]<br /><b>3.</b> ο [[άσκοπος]], ο [[μάταιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[άκαρπος]] («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄστοχος:''' -ον, αυτός που χάνει το στόχο, αυτός που στοχεύει άσχημα, λανθασμένα σε, <i>τινος</i>, σε Πλάτ., Ανθ. | |||
}} | }} |