Anonymous

ἄστοχος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄστοχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει [[χωρίς]] [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυλλόγιστος]], ο [[απερίσκεπτος]]<br /><b>3.</b> ο [[άσκοπος]], ο [[μάταιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[άκαρπος]] («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄστοχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει [[χωρίς]] [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυλλόγιστος]], ο [[απερίσκεπτος]]<br /><b>3.</b> ο [[άσκοπος]], ο [[μάταιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[άκαρπος]] («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄστοχος:''' -ον, αυτός που χάνει το στόχο, αυτός που στοχεύει άσχημα, λανθασμένα σε, <i>τινος</i>, σε Πλάτ., Ανθ.
}}
}}