Anonymous

ἄρταμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἄρτᾰμος) -ου, ὁ <b class="num">1</b> [[matarife y cocinero]] X.<i>Cyr</i>.2.2.4, Epicr.6, <i>IG</i> 14.643 (Calabria, arc.), βοός Orác. en Phlg.10.2B.10, <i>Trag.Adesp</i>.148, Hsch.<br /><b class="num">2</b> fig. [[asesino]] S.<i>Fr</i>.1025, Lyc.236.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de [[ἄρτιος]] y τέμνω, según Eust.577.45, de donde *ἀρτιταμος o *ἀρτιοταμος, c. hapl. Pero el vocalismo de -ταμος es raro.
|dgtxt=(ἄρτᾰμος) -ου, ὁ <b class="num">1</b> [[matarife y cocinero]] X.<i>Cyr</i>.2.2.4, Epicr.6, <i>IG</i> 14.643 (Calabria, arc.), βοός Orác. en Phlg.10.2B.10, <i>Trag.Adesp</i>.148, Hsch.<br /><b class="num">2</b> fig. [[asesino]] S.<i>Fr</i>.1025, Lyc.236.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de [[ἄρτιος]] y τέμνω, según Eust.577.45, de donde *ἀρτιταμος o *ἀρτιοταμος, c. hapl. Pero el vocalismo de -ταμος es raro.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄρταμος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο [[μάγειρος]] ή ο [[χασάπης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[φονιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[σπανίως]] χρησιμοποιούμενη [[λέξη]]. Σύμφωνα με την [[ερμηνεία]] της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να παραχθεί από <i>αρτί</i>-<i>ταμος</i> ή <i>αρτό</i>-<i>ταμος</i> με συλλαβική [[ανομοίωση]], [[πράγμα]] όμως που προσκρούει στο ότι τα [[σύνθετα]] με β' συνθετικό το ρ. [[τέμνω]] έχουν τη [[μορφή]] -<i>τομος</i>].
}}
}}