Anonymous

ἄρταμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄρταμος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο [[μάγειρος]] ή ο [[χασάπης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[φονιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[σπανίως]] χρησιμοποιούμενη [[λέξη]]. Σύμφωνα με την [[ερμηνεία]] της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να παραχθεί από <i>αρτί</i>-<i>ταμος</i> ή <i>αρτό</i>-<i>ταμος</i> με συλλαβική [[ανομοίωση]], [[πράγμα]] όμως που προσκρούει στο ότι τα [[σύνθετα]] με β' συνθετικό το ρ. [[τέμνω]] έχουν τη [[μορφή]] -<i>τομος</i>].
|mltxt=[[ἄρταμος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο [[μάγειρος]] ή ο [[χασάπης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[φονιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[σπανίως]] χρησιμοποιούμενη [[λέξη]]. Σύμφωνα με την [[ερμηνεία]] της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να παραχθεί από <i>αρτί</i>-<i>ταμος</i> ή <i>αρτό</i>-<i>ταμος</i> με συλλαβική [[ανομοίωση]], [[πράγμα]] όμως που προσκρούει στο ότι τα [[σύνθετα]] με β' συνθετικό το ρ. [[τέμνω]] έχουν τη [[μορφή]] -<i>τομος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄρτᾰμος:''' ὁ, [[σφαγέας]], [[μάγειρας]], σε ξεν. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}