Anonymous

ἀστράβη: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[silla de mula con respaldo]] de especial comodidad ἐπ' ἀστράβης ἂν ὠχούμην Lys.24.11, ἐπ' ἀστράβης δὲ ὀχούμενος D.21.133, μαλακίζομαι ἐπ' ἀστράβης ὀχηθείς Luc.<i>Lex</i>.2, [[ἀστράβη]] [[εἶδος]] ἀμάξης Hdn.Gr.1.308, cf. <i>PCair.Zen</i>.659.13 (III a.C.), Alciphr.4.18.17, Macho 389, Hsch., <i>EM</i> 159.50G.<br /><b class="num">•</b>[[silla de mula]] tít. de una obra de Plauto, Gell.11.7.5<br /><b class="num">•</b>por extensión [[la mula]] así ensillada, Eust.1625.40.<br /><b class="num">2</b> medic. Δημοσθένους ἀ. silla de Demóstenes</i> cierto aparato reductor, Heliod. en Orib.49.4.34.<br /><b class="num">3</b> [[tabla para poner los pies]], <i>Gloss</i>.4.406.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Quizá deriv. de [[ἀστραβής]] q.u.
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[silla de mula con respaldo]] de especial comodidad ἐπ' ἀστράβης ἂν ὠχούμην Lys.24.11, ἐπ' ἀστράβης δὲ ὀχούμενος D.21.133, μαλακίζομαι ἐπ' ἀστράβης ὀχηθείς Luc.<i>Lex</i>.2, [[ἀστράβη]] [[εἶδος]] ἀμάξης Hdn.Gr.1.308, cf. <i>PCair.Zen</i>.659.13 (III a.C.), Alciphr.4.18.17, Macho 389, Hsch., <i>EM</i> 159.50G.<br /><b class="num">•</b>[[silla de mula]] tít. de una obra de Plauto, Gell.11.7.5<br /><b class="num">•</b>por extensión [[la mula]] así ensillada, Eust.1625.40.<br /><b class="num">2</b> medic. Δημοσθένους ἀ. silla de Demóstenes</i> cierto aparato reductor, Heliod. en Orib.49.4.34.<br /><b class="num">3</b> [[tabla para poner los pies]], <i>Gloss</i>.4.406.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Quizá deriv. de [[ἀστραβής]] q.u.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀστράβη]])<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[σαμάρι]] του μουλαριού<br /><b>2.</b> ο [[σκελετός]] του σαμαριού<br /><b>3.</b> το [[μουλάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />εσωτερική [[ενίσχυση]] του σκελετού του σκάφους.<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] χειρουργικού εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος, πιθ. ξένης προέλευσης. Η [[σύνδεση]] με τον τ. [[αστραβής]] «[[ίσος]], [[σταθερός]]», η οποία βασίστηκε στην [[άποψη]] ότι η [[αστράβη]] ήταν [[σαμάρι]] που κρατούσε τον καβαλάρη σε [[ευστάθεια]], δεν φαίνεται ικανοποιητική. Η λ. [[αστράβη]] δηλώνει τη ξύλινη [[σέλα]] που τοποθετούσαν στα γαϊδούρια ή στα μουλάρια [[κυρίως]] ως [[κάθισμα]]. Κατά τον Ησύχιο όμως ο όρος χαρακτηρίζει την [[άκρη]] του ξύλινου [[αυτού]] καθίσματος από την οποία [[κανείς]] κρατιέται. Τέλος, η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει και το ίδιο το [[μουλάρι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αστραβεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αστραβηλάτης]]].
}}
}}