Anonymous

ἀρρηνής: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[fiero]], [[feroz]] de perros, Theoc.25.83, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. término expresivo, quizá deriv. de ἀρράζω ([[ἀράζω]]) ‘ladrar’.
|dgtxt=-ές<br />[[fiero]], [[feroz]] de perros, Theoc.25.83, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. término expresivo, quizá deriv. de ἀρράζω ([[ἀράζω]]) ‘ladrar’.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρρηνής]], -ές (Α)<br />(για σκύλους) [[άγριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. άγνωστης προελεύσεως. Συνδέεται πιθ. με το ρ. [[αράζω]] (II) ή [[αρράζω]] «γαυγίζω, [[γρυλίζω]]», ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο -<i>ρρρ</i>-, ο [[οποίος]] αποδίδει το γαύγισμα του σκύλου. Ως [[προς]] την [[κατάληξη]], η λ. σχηματίστηκε [[κατά]] τα [[απηνής]], [[στρηνής]].
}}
}}