Anonymous

ἀρρηνής: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρρηνής]], -ές (Α)<br />(για σκύλους) [[άγριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. άγνωστης προελεύσεως. Συνδέεται πιθ. με το ρ. [[αράζω]] (II) ή [[αρράζω]] «γαυγίζω, [[γρυλίζω]]», ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο -<i>ρρρ</i>-, ο [[οποίος]] αποδίδει το γαύγισμα του σκύλου. Ως [[προς]] την [[κατάληξη]], η λ. σχηματίστηκε [[κατά]] τα [[απηνής]], [[στρηνής]].
|mltxt=[[ἀρρηνής]], -ές (Α)<br />(για σκύλους) [[άγριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. άγνωστης προελεύσεως. Συνδέεται πιθ. με το ρ. [[αράζω]] (II) ή [[αρράζω]] «γαυγίζω, [[γρυλίζω]]», ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο -<i>ρρρ</i>-, ο [[οποίος]] αποδίδει το γαύγισμα του σκύλου. Ως [[προς]] την [[κατάληξη]], η λ. σχηματίστηκε [[κατά]] τα [[απηνής]], [[στρηνής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρρηνής:''' -ές, [[άγριος]], [[σκληρός]], σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
}}
}}