Anonymous

ἀπφύς: Difference between revisions

From LSJ
558 bytes added ,  29 September 2017
6
(Bailly1_1)
(6)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=(ὁ) :<br />papa <i>mot d’enfant</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀπφά]], [[ἄπφα]].
|btext=(ὁ) :<br />papa <i>mot d’enfant</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀπφά]], [[ἄπφα]].
}}
{{grml
|mltxt=ἀπφῡς (-ύος), ο (AM)<br />θωπευτική [[προσαγόρευση]] για τον [[πατέρα]] από τα [[παιδιά]] του («καλὸς ἀπφῡς» — [[καλός]] ο [[μπαμπάκας]] σου, ο [[παπάκης]], <b>Θεόκρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικός τ. της παιδικής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. [[άππα]], [[άττα]], <i>άπφα</i>, <i>πάππα</i>].
}}
}}