Anonymous

ἀπφύς: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀπφῡς (-ύος), ο (AM)<br />θωπευτική [[προσαγόρευση]] για τον [[πατέρα]] από τα [[παιδιά]] του («καλὸς ἀπφῡς» — [[καλός]] ο [[μπαμπάκας]] σου, ο [[παπάκης]], <b>Θεόκρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικός τ. της παιδικής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. [[άππα]], [[άττα]], <i>άπφα</i>, <i>πάππα</i>].
|mltxt=ἀπφῡς (-ύος), ο (AM)<br />θωπευτική [[προσαγόρευση]] για τον [[πατέρα]] από τα [[παιδιά]] του («καλὸς ἀπφῡς» — [[καλός]] ο [[μπαμπάκας]] σου, ο [[παπάκης]], <b>Θεόκρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικός τ. της παιδικής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. [[άππα]], [[άττα]], <i>άπφα</i>, <i>πάππα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπφύς:''' -ύος, ὁ, [[λέξη]] που εκφράζει [[τρυφερότητα]] και χρησιμ. από τα [[παιδιά]] όταν προσφωνούν ή μιλούν στον [[πατέρα]] τους, μπαμπάκας, σε Θεόκρ.
}}
}}