Anonymous

ἀνεύρυσμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[aneurisma]] ἀρτηρίας δ' ἀναστομωθείσης τὸ πάθος [[ἀνεύρυσμα]] καλεῖται Gal.7.725, cf. 10.335, Antyll. en Orib.45.24.1, Ps.Apul.<i>Herb</i>.117.8 apéndice, Veg.<i>Mul</i>.2.30.1, Paul.Aeg.6.38.
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[aneurisma]] ἀρτηρίας δ' ἀναστομωθείσης τὸ πάθος [[ἀνεύρυσμα]] καλεῖται Gal.7.725, cf. 10.335, Antyll. en Orib.45.24.1, Ps.Apul.<i>Herb</i>.117.8 apéndice, Veg.<i>Mul</i>.2.30.1, Paul.Aeg.6.38.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀνεύρυσμα]])<br />[[διεύρυνση]], [[διάταση]] του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων και της καρδιάς.
}}
}}