ἀνεύρυσμα: Difference between revisions

big3_4
(6_5)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεύρυσμα''': -ατος, τό, [[πλάτυνσις]], [[κυρίως]] [[οἴδημα]] ἀρτηρίας, Γαλην. 10. 355, κτλ., ἴδε Daremberg Ὀρειβάσ. 4. 660˙ «εὐαφῆ ὄγκον καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπείκοντα, ἐξ αἵματός τε καὶ πνεύματος γένεσιν ἔχοντα» Παῦλ. Αἰγ. 6. 37, σ. 188.
|lstext='''ἀνεύρυσμα''': -ατος, τό, [[πλάτυνσις]], [[κυρίως]] [[οἴδημα]] ἀρτηρίας, Γαλην. 10. 355, κτλ., ἴδε Daremberg Ὀρειβάσ. 4. 660˙ «εὐαφῆ ὄγκον καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπείκοντα, ἐξ αἵματός τε καὶ πνεύματος γένεσιν ἔχοντα» Παῦλ. Αἰγ. 6. 37, σ. 188.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[aneurisma]] ἀρτηρίας δ' ἀναστομωθείσης τὸ πάθος [[ἀνεύρυσμα]] καλεῖται Gal.7.725, cf. 10.335, Antyll. en Orib.45.24.1, Ps.Apul.<i>Herb</i>.117.8 apéndice, Veg.<i>Mul</i>.2.30.1, Paul.Aeg.6.38.
}}
}}