3,274,216
edits
(big3_7) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[ἀτρεχής]] <i>Et.Gud</i>.229.25<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[exacto]], [[preciso]] οὐδεὶς ἂν εἴποι ἀτρεκέα ἀριθμόν Hdt.7.187, ἀτρεκὲς δὲ οὐδέν· μάλα γὰρ καὶ φύσις φύσεος ... διαφέρει Hp.<i>Fract</i>.7, πῶμα γὰρ ἀτρεκὲς ἡ ἐπιγλωσσίς Hp.<i>Cord</i>.2, τὸν ἥλιον ἐκλιπεῖν ἱστοροῦσι, ποιησάμενον ἀτρεκῆ σύνοδον πρὸς σελήνην Plu.2.320b<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[precisamente]], [[con exactitud]] μνηστήρων οὔτ' ἄρ' δεκὰς ἀτρεκὲς ... ἀλλὰ πολὺ πλέονες no solamente una decena de pretendientes sino muchos más</i>, <i>Od</i>.16.245, οὔ τοι ἅπασα κερδίων ... ἀλάθει' ἀτρεκές Pi.<i>N</i>.5.17, τὸ δ' ἀτρεκὲς ὄλβιος οὐδείς ninguno es completamente feliz</i> Thgn.167, οὐ μὲν πάντα πέλει θέμις ὔμμι δαῆσαι ἀτρεκές A.R.2.312<br /><b class="num">•</b>[[puntualmente]] ἔρχετ' [[Ἀθαναία]] ἀτρεκές Call.<i>Lau.Pall</i>.137, ἀτρεκὲς ἔγνων supe con seguridad</i>, <i>AP</i> 5.267 (Agath.), ἀτρεκὲς Ἀσσυρίης ἀπὸ πατρίδος [[αἷμα]] κομίζει Nonn.<i>D</i>.4.80<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. compar. [[mayor exactitud]] εἰ δέ τις τὸ ἀτρεκέστερον τούτων ἔτι δίζηται Hdt.5.54<br /><b class="num">•</b>sup. [[la máxima exactitud]] χαλεπὸν τυγχάνειν αἰεὶ τοῦ ἀτρεκεστάτου Hp.<i>VM</i> 12.<br /><b class="num">2</b> [[verdadero]] λόγος op. πλαστός Hp.<i>Epid</i>.6.8.7, μακρότερος μὲν ὁ λόγος ἂν γένοιτο, ἀτρεκέστερος δὲ οὐδαμῶς οὐδὲ πιστότερος Hp.<i>Flat</i>.15, cf. Aret.<i>SA</i> 2.3.4, 4.5, μαντεῖον Charax 5, cf. Aret.<i>SD</i> 2.10.12, ὕπνος Aret.<i>SD</i> 2.6.4, ῥόος Aret.<i>SD</i> 2.9.14, op. ἐοικυῖα: αἰτίην ἀτρεκέα μὲν ἴσασι μοῦνοι θεοί, ἐοικυῖαν δὲ καὶ ἄνθρωποι Aret.<i>SD</i> 2.12.3, εἰς ἀκοὰς ῥυθμῶν τὠτρεκὲς οὐκ ἔνεμεν <i>AP</i> 9.584 (Anon.), cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. [[la verdad]] c. verbos de ‘decir’ οὐκ ἔχω [[εἰπεῖν]] τὸ ἀ. Hdt.7.60, cf. 5.9, Aret.<i>CD</i> 1.4.8, c. verb. de conocimiento y percepción τὸ δὲ ἀτρεκὲς ὀλιγάκις ἔστι κατιδεῖν Hp.<i>VM</i> 9, τὸ ἀ. ἔδοξε ἄπιστον Aret.<i>SD</i> 2.12.6.<br /><b class="num">3</b> [[seguro]], [[firme]] ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί Pi.<i>N</i>.3.41, ἀτρεκὲς ἦτορ Parm.B 1 (ap. crít.), ἐπιστήμην δὲ καὶ γνώμην ἀτρεκῆ σχεῖν ἀδύνατον Plb.1.4.9, οὐκ ἀ. τοῦ θανάτου ἡ φυγή Aret.<i>SD</i> 2.9.14<br /><b class="num">•</b>neutr. adv. ἀτρεκὲς [[αἷμα]] ἔσσευα βαλών acertándoles de manera segura hice saltar la sangre</i>, <i>Il</i>.5.208, ἔγνων ἀτρεκές <i>AP</i> 5.267 (Agath.).<br /><b class="num">4</b> [[preciso]], [[riguroso]], [[estricto]] de pers. ἀ. Ἑλλανοδίκας Pi.<i>O</i>.3.12, cf. Philostr.<i>Im</i>.2.6, (Οὐεσπασιανός) ἀτρεκῆ τὸν Ἰώσηπον ... κατελάμβανεν I.<i>BI</i> 3.405, ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ἀτρεκῆ φύλακα Plu.2.937e, cf. 1006e<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[δίαιτα]] Hp.<i>Mochl</i>.42, [[δόξα]] E.<i>Hipp</i>.1115, cf. 261, τὴν ἀτρεκεστάτην ἀκινησίαν παντελῆ τῆς ψυχῆς ἀναχώρησιν ἰσχυρίζονται Aristid.Quint.89.21.<br /><b class="num">II</b> adv. -έως, -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[exactamente]], [[con precisión]] c. verbos de entendimiento y lengua πάντα μάλ' ἀ. ἀγορευέμεν <i>Il</i>.2.10, ἀ. κατάλεξον <i>Od</i>.1.169, οὐκ ἔχω ἀ. [[εἰπεῖν]] Hdt.1.57, cf. 2.49, ἀ. οὐ δύναται ... ὅλῃσιν ἡμέρῃσιν ἀριθμεῖσθαι Hp.<i>Prog</i>.20, ἀ. ... ἱστορεῖν Hp.<i>Praec</i>.13, cf. <i>Mul</i>.1.21, Plb.3.38.1, ταῦτα ἀ. οἶδα Hdt.1.209, cf. 3.130, 5.86, 7.10, ἀ. διακρῖναι Hdt.1.172<br /><b class="num">•</b>gener. οὐ μέντοι ἀ. γε ὅμοιον Diog.Apoll.B 5, ὅταν ἀνάσχῃ μεθ' ἡλίου τὸ [[ἄστρον]] ἀ. Plu.2.974f<br /><b class="num">•</b>κληὶς ... ἢν μὲν ἀ. ἀποκαυλισθῇ si la clavícula se ha partido perpendicularmente</i> op. παραμηκέως ‘oblicuamente’, Hp.<i>Art</i>.14.<br /><b class="num">2</b> [[verdadera]], [[realmente]] οἳ νῦν ἐν πολλοῖς ἀ. ὀλίγοι Thgn.636, ἀ. ἐθέλοντες ὑγιέες εἶναι Hp.<i>Praec</i>.7, οὐκ ἔφυγον ἀ. <i>Epigr.Gr</i>.339.5, cf. Nonn.<i>D</i>.34.50, Musae.66, Colluth.306, Hsch.<br /><b class="num">3</b> [[rigurosa]], [[estrictamente]] ἄνθρωπον ... ἀ. διαιτώμενον ῥᾷόν ἐστι γνῶναι Hp.<i>Prorrh</i>.2.3.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de ἀ- priv. y un tema *<i>trekos</i> posiblemente de una raíz *<i>trek<sup>u̯</sup></i>- c. pérdida del apéndice labial de la <i>k<sup>u̯</sup></i>-, v. [[ἄτρακτος]]. | |dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[ἀτρεχής]] <i>Et.Gud</i>.229.25<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[exacto]], [[preciso]] οὐδεὶς ἂν εἴποι ἀτρεκέα ἀριθμόν Hdt.7.187, ἀτρεκὲς δὲ οὐδέν· μάλα γὰρ καὶ φύσις φύσεος ... διαφέρει Hp.<i>Fract</i>.7, πῶμα γὰρ ἀτρεκὲς ἡ ἐπιγλωσσίς Hp.<i>Cord</i>.2, τὸν ἥλιον ἐκλιπεῖν ἱστοροῦσι, ποιησάμενον ἀτρεκῆ σύνοδον πρὸς σελήνην Plu.2.320b<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[precisamente]], [[con exactitud]] μνηστήρων οὔτ' ἄρ' δεκὰς ἀτρεκὲς ... ἀλλὰ πολὺ πλέονες no solamente una decena de pretendientes sino muchos más</i>, <i>Od</i>.16.245, οὔ τοι ἅπασα κερδίων ... ἀλάθει' ἀτρεκές Pi.<i>N</i>.5.17, τὸ δ' ἀτρεκὲς ὄλβιος οὐδείς ninguno es completamente feliz</i> Thgn.167, οὐ μὲν πάντα πέλει θέμις ὔμμι δαῆσαι ἀτρεκές A.R.2.312<br /><b class="num">•</b>[[puntualmente]] ἔρχετ' [[Ἀθαναία]] ἀτρεκές Call.<i>Lau.Pall</i>.137, ἀτρεκὲς ἔγνων supe con seguridad</i>, <i>AP</i> 5.267 (Agath.), ἀτρεκὲς Ἀσσυρίης ἀπὸ πατρίδος [[αἷμα]] κομίζει Nonn.<i>D</i>.4.80<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. compar. [[mayor exactitud]] εἰ δέ τις τὸ ἀτρεκέστερον τούτων ἔτι δίζηται Hdt.5.54<br /><b class="num">•</b>sup. [[la máxima exactitud]] χαλεπὸν τυγχάνειν αἰεὶ τοῦ ἀτρεκεστάτου Hp.<i>VM</i> 12.<br /><b class="num">2</b> [[verdadero]] λόγος op. πλαστός Hp.<i>Epid</i>.6.8.7, μακρότερος μὲν ὁ λόγος ἂν γένοιτο, ἀτρεκέστερος δὲ οὐδαμῶς οὐδὲ πιστότερος Hp.<i>Flat</i>.15, cf. Aret.<i>SA</i> 2.3.4, 4.5, μαντεῖον Charax 5, cf. Aret.<i>SD</i> 2.10.12, ὕπνος Aret.<i>SD</i> 2.6.4, ῥόος Aret.<i>SD</i> 2.9.14, op. ἐοικυῖα: αἰτίην ἀτρεκέα μὲν ἴσασι μοῦνοι θεοί, ἐοικυῖαν δὲ καὶ ἄνθρωποι Aret.<i>SD</i> 2.12.3, εἰς ἀκοὰς ῥυθμῶν τὠτρεκὲς οὐκ ἔνεμεν <i>AP</i> 9.584 (Anon.), cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. [[la verdad]] c. verbos de ‘decir’ οὐκ ἔχω [[εἰπεῖν]] τὸ ἀ. Hdt.7.60, cf. 5.9, Aret.<i>CD</i> 1.4.8, c. verb. de conocimiento y percepción τὸ δὲ ἀτρεκὲς ὀλιγάκις ἔστι κατιδεῖν Hp.<i>VM</i> 9, τὸ ἀ. ἔδοξε ἄπιστον Aret.<i>SD</i> 2.12.6.<br /><b class="num">3</b> [[seguro]], [[firme]] ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί Pi.<i>N</i>.3.41, ἀτρεκὲς ἦτορ Parm.B 1 (ap. crít.), ἐπιστήμην δὲ καὶ γνώμην ἀτρεκῆ σχεῖν ἀδύνατον Plb.1.4.9, οὐκ ἀ. τοῦ θανάτου ἡ φυγή Aret.<i>SD</i> 2.9.14<br /><b class="num">•</b>neutr. adv. ἀτρεκὲς [[αἷμα]] ἔσσευα βαλών acertándoles de manera segura hice saltar la sangre</i>, <i>Il</i>.5.208, ἔγνων ἀτρεκές <i>AP</i> 5.267 (Agath.).<br /><b class="num">4</b> [[preciso]], [[riguroso]], [[estricto]] de pers. ἀ. Ἑλλανοδίκας Pi.<i>O</i>.3.12, cf. Philostr.<i>Im</i>.2.6, (Οὐεσπασιανός) ἀτρεκῆ τὸν Ἰώσηπον ... κατελάμβανεν I.<i>BI</i> 3.405, ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ἀτρεκῆ φύλακα Plu.2.937e, cf. 1006e<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[δίαιτα]] Hp.<i>Mochl</i>.42, [[δόξα]] E.<i>Hipp</i>.1115, cf. 261, τὴν ἀτρεκεστάτην ἀκινησίαν παντελῆ τῆς ψυχῆς ἀναχώρησιν ἰσχυρίζονται Aristid.Quint.89.21.<br /><b class="num">II</b> adv. -έως, -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[exactamente]], [[con precisión]] c. verbos de entendimiento y lengua πάντα μάλ' ἀ. ἀγορευέμεν <i>Il</i>.2.10, ἀ. κατάλεξον <i>Od</i>.1.169, οὐκ ἔχω ἀ. [[εἰπεῖν]] Hdt.1.57, cf. 2.49, ἀ. οὐ δύναται ... ὅλῃσιν ἡμέρῃσιν ἀριθμεῖσθαι Hp.<i>Prog</i>.20, ἀ. ... ἱστορεῖν Hp.<i>Praec</i>.13, cf. <i>Mul</i>.1.21, Plb.3.38.1, ταῦτα ἀ. οἶδα Hdt.1.209, cf. 3.130, 5.86, 7.10, ἀ. διακρῖναι Hdt.1.172<br /><b class="num">•</b>gener. οὐ μέντοι ἀ. γε ὅμοιον Diog.Apoll.B 5, ὅταν ἀνάσχῃ μεθ' ἡλίου τὸ [[ἄστρον]] ἀ. Plu.2.974f<br /><b class="num">•</b>κληὶς ... ἢν μὲν ἀ. ἀποκαυλισθῇ si la clavícula se ha partido perpendicularmente</i> op. παραμηκέως ‘oblicuamente’, Hp.<i>Art</i>.14.<br /><b class="num">2</b> [[verdadera]], [[realmente]] οἳ νῦν ἐν πολλοῖς ἀ. ὀλίγοι Thgn.636, ἀ. ἐθέλοντες ὑγιέες εἶναι Hp.<i>Praec</i>.7, οὐκ ἔφυγον ἀ. <i>Epigr.Gr</i>.339.5, cf. Nonn.<i>D</i>.34.50, Musae.66, Colluth.306, Hsch.<br /><b class="num">3</b> [[rigurosa]], [[estrictamente]] ἄνθρωπον ... ἀ. διαιτώμενον ῥᾷόν ἐστι γνῶναι Hp.<i>Prorrh</i>.2.3.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de ἀ- priv. y un tema *<i>trekos</i> posiblemente de una raíz *<i>trek<sup>u̯</sup></i>- c. pérdida del apéndice labial de la <i>k<sup>u̯</sup></i>-, v. [[ἄτρακτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀτρεκής]], -ές (Α)<br />Ι. 1. [[πραγματικός]], [[αληθινός]]<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]], [[σταθερός]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[δίκαιος]], [[αυστηρός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>το ἀτρεκές</i><br />α) «[[ατρέκεια]]», [[αλήθεια]], [[δικαιοσύνη]]<br />6) (<b>ως επίρρ.</b>) ακριβώς, στην [[πραγματικότητα]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀτρεκέως</i><br />αληθινά, με [[ειλικρίνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εάν αποδοθεί στη λ. [[ατρεκής]] αρχική [[σημασία]] «ο μη στραμμένος, διαστρεβλωμένος», από την οποία εξελίχθηκε σε «[[σωστός]], [[ακριβής]]», [[τότε]] πιθ. προέρχεται από <i>α</i>- στερ. και ουδ. <i>τρέκος</i> «[[στροφή]]», το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>tarku</i>- «[[ρόκα]], [[αδράχτι]]», λατ. <i>torqu</i><i>ē</i><i>o</i> «[[στρέφω]], [[στρεβλώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[άτρακτος]]). Το επίθ. [[ατρεκής]] χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τις λ. <i>αλάθεια</i>, [[καιρός]], [[αριθμός]], [[δίαιτα]], μαρτυρείται δε στον <b>Ηρόδ.</b> και τον Ιπποκρ. και [[ποτέ]] στον [[αττικό]] πεζό λόγο, όπου αντικαταστάθηκε από τις λ. [[ακριβής]], [[ακρίβεια]]]. | |||
}} | }} |