3,277,055
edits
(6_1) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βασκάς''': (ἢ -ᾶς), ἡ, [[εἶδος]] νήσσης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 885· πρβλ. [[βοσκάς]], [[φασκάς]]. | |lstext='''βασκάς''': (ἢ -ᾶς), ἡ, [[εἶδος]] νήσσης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 885· πρβλ. [[βοσκάς]], [[φασκάς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βασκάς]] (-[[άδος]]) και [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], η (Α)<br />[[είδος]] πάπιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βασκάς]] (ή -<i>ᾶς</i>) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀτταγᾶς]], [[ἐλεᾶς]] <b>κ.ά.</b>). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], τους οποίους μαρτυρεί ο <b>Ησύχ.</b> Ο τ. [[βοσκάς]] δημιουργήθηκε πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[βόσκω]] και [[βοσκάς]] «αυτός που τρέφει τον εαυτό του» (για πουλιά). Εάν τα [[βασκάς]] και [[φασκάς]] [[έναι]] η [[ίδια]] λ., [[τότε]] ο τ. [[βασκάς]] με αρκτικό <i>β</i>-, [[πράγμα]] που σπανίζει στην Ινδοευρωπαϊκή) [[είναι]] πιθ. θρακικής ή ιλλυρικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαλάντιο]], [[βαλιός]])]. | |||
}} | }} |