3,277,055
edits
(7) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βασκάς]] (-[[άδος]]) και [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], η (Α)<br />[[είδος]] πάπιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βασκάς]] (ή -<i>ᾶς</i>) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀτταγᾶς]], [[ἐλεᾶς]] <b>κ.ά.</b>). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], τους οποίους μαρτυρεί ο <b>Ησύχ.</b> Ο τ. [[βοσκάς]] δημιουργήθηκε πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[βόσκω]] και [[βοσκάς]] «αυτός που τρέφει τον εαυτό του» (για πουλιά). Εάν τα [[βασκάς]] και [[φασκάς]] [[έναι]] η [[ίδια]] λ., [[τότε]] ο τ. [[βασκάς]] με αρκτικό <i>β</i>-, [[πράγμα]] που σπανίζει στην Ινδοευρωπαϊκή) [[είναι]] πιθ. θρακικής ή ιλλυρικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαλάντιο]], [[βαλιός]])]. | |mltxt=[[βασκάς]] (-[[άδος]]) και [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], η (Α)<br />[[είδος]] πάπιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βασκάς]] (ή -<i>ᾶς</i>) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀτταγᾶς]], [[ἐλεᾶς]] <b>κ.ά.</b>). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], τους οποίους μαρτυρεί ο <b>Ησύχ.</b> Ο τ. [[βοσκάς]] δημιουργήθηκε πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[βόσκω]] και [[βοσκάς]] «αυτός που τρέφει τον εαυτό του» (για πουλιά). Εάν τα [[βασκάς]] και [[φασκάς]] [[έναι]] η [[ίδια]] λ., [[τότε]] ο τ. [[βασκάς]] με αρκτικό <i>β</i>-, [[πράγμα]] που σπανίζει στην Ινδοευρωπαϊκή) [[είναι]] πιθ. θρακικής ή ιλλυρικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαλάντιο]], [[βαλιός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βασκάς:''' (ή -ᾶς), ἡ, είδος πάπιας, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |