Anonymous

βαβάκτης: Difference between revisions

From LSJ
7
(big3_8)
(7)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βᾰβάκτης) -ου<br />[[bullanguero]], [[bullicioso]] de Dioniso Πάν Cratin.359, [[Βάκχος]] Corn.<i>ND</i> 30, cf. Hsch., Phot.β 6, <i>EM</i> 183.45.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá rel. c. la familia expresiva de [[βαβάζω]]. Por su rel. c. el culto de Dióniso tb. se piensa en un posible origen lid.
|dgtxt=(βᾰβάκτης) -ου<br />[[bullanguero]], [[bullicioso]] de Dioniso Πάν Cratin.359, [[Βάκχος]] Corn.<i>ND</i> 30, cf. Hsch., Phot.β 6, <i>EM</i> 183.45.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá rel. c. la familia expresiva de [[βαβάζω]]. Por su rel. c. el culto de Dióniso tb. se piensa en un posible origen lid.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαβάκτης]], ο (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο)<br /><b>2.</b> [[χορευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική [[ομάδα]] των [[βαβάζω]], [[βαβαί]], [[βάβακος]], [[βάζω]] κ.ά., ενώ η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. λυδικής προελεύσεως, εάν συσχετιστεί με μία [[προσωνυμία]] του Βάκχου, οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]]].
}}
}}