Anonymous

βαβάκτης: Difference between revisions

From LSJ
1
(7)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαβάκτης]], ο (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο)<br /><b>2.</b> [[χορευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική [[ομάδα]] των [[βαβάζω]], [[βαβαί]], [[βάβακος]], [[βάζω]] κ.ά., ενώ η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. λυδικής προελεύσεως, εάν συσχετιστεί με μία [[προσωνυμία]] του Βάκχου, οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]]].
|mltxt=[[βαβάκτης]], ο (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο)<br /><b>2.</b> [[χορευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική [[ομάδα]] των [[βαβάζω]], [[βαβαί]], [[βάβακος]], [[βάζω]] κ.ά., ενώ η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. λυδικής προελεύσεως, εάν συσχετιστεί με μία [[προσωνυμία]] του Βάκχου, οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: Epithet of Pan (Kratin.), Dionysos (Corn.).<br />Other forms: <b class="b3">ἐκβαβάξαι ἐκσαλεῦσαι Η</b> = S. fr. 139. <b class="b3">βαβάξαι ὀρχήσασθαι</b> H.; <b class="b3">βαβάκτης ὀρχηστής</b>, <b class="b3">ὑμνῳδός</b>, <b class="b3">μανιώδης</b>, <b class="b3">κραύγασος</b>, <b class="b3">ὅθεν καὶ Βάκχος</b> H.; = <b class="b3">λάλος</b>, EM 183, 45<br />Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]<br />Etymology: Onomatopoetical word to express joy, cf. <b class="b3">βαβάζω</b>. The connection with Lydian (Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut) is considered by DELG as etym. speculation on Bakchos. The terms with <b class="b3">βαβα(κ</b>)- may sometimes have included other expressions of joy etc., and not in one language only.
}}
}}