3,277,797
edits
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἄπα]]. | |dgtxt=v. [[ἄπα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄππα]] (Α)<br />([[προσαγόρευση]] στον [[πατέρα]]) πατερούλη, παππάκη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. της παιδικής γλώσσας, υποκοριστικής σημασίας, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πάππα</i>, [[άττα]], <i>άπφα</i>, [[απφύς]]). Ο Ησύχιος παραδίδει τ. <i>άππας</i> «[[τροφεύς]]», ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει κάποιον ιερέα του Διονύσου, ενώ σε πολλούς παπύρους αναφέρεται σε Κρητικό ιερέα. Η λ. [[είναι]] πιθ. [[διαλεκτική]] (μακεδόνικη) και συνδέεται με το τοχαρικό <i>appakke</i> «[[πατέρας]]»]. | |||
}} | }} |