ἄππα
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
= πάππα, ἄττα (Maced., acc. to EM167.32), Call.Dian.6, BGU714.15, al.
Spanish (DGE)
v. ἄπα.
German (Pape)
[Seite 337] Väterchen, Callim. Dian. 6, vgl. ἄττα.
French (Bailly abrégé)
indécl.
c. ἀπφά.
Greek Monolingual
ἄππα (Α)
(προσαγόρευση στον πατέρα) πατερούλη, παππάκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. της παιδικής γλώσσας, υποκοριστικής σημασίας, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. πάππα, άττα, άπφα, απφύς). Ο Ησύχιος παραδίδει τ. άππας «τροφεύς», ο οποίος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει κάποιον ιερέα του Διονύσου, ενώ σε πολλούς παπύρους αναφέρεται σε Κρητικό ιερέα. Η λ. είναι πιθ. διαλεκτική (μακεδόνικη) και συνδέεται με το τοχαρικό appakke «πατέρας»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: father (Call.)
Derivatives: ἄππας title of a priest (Magnesia, Lydien); christan priest; = τροφεύς H.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Acc. to EM 167, 32 Macedonian; doubtful. Hypocoristic elementary word, cf. πάππα, ἄττα, ἄπφα. - Cf. Toch. B appa-kke father.
Frisk Etymology German
ἄππα: {áppa}
Meaning: Vater (Kall., Pap., nach EM 167, 32 makedonisch).
Etymology: Hypokoristisches Lallwort, vgl. πάππα, ἄττα, ἄπφα. — "Grammatikalisierte" Form ἄππας Titel eines Priesterbeamten (Magnesia, Lydien) = τροφεύς H. Vgl. toch. B appa-kke Vater.
Page 1,126