Anonymous

γῆρας: Difference between revisions

From LSJ
1,871 bytes added ,  29 September 2017
8
(T22)
(8)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[γηραός]] (γερως), Ionic γηρεος, dative γήρει, γήρει, τό (from [[Homer]] [[down]]), [[old]] [[age]]: ἐν γήρει G L T Tr WH for ἐν γήρᾳ, a [[form]] [[found]] [[without]] variant in Psalm 92>); cf. Alex.; Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 10,7 [ET] variant; cf. Tdf. Proleg., p. 117); Fritzsche on Winer s Grammar, (36 and) 64 (62); (Buttmann, 15 (14)).
|txtha=[[γηραός]] (γερως), Ionic γηρεος, dative γήρει, γήρει, τό (from [[Homer]] [[down]]), [[old]] [[age]]: ἐν γήρει G L T Tr WH for ἐν γήρᾳ, a [[form]] [[found]] [[without]] variant in Psalm 92>); cf. Alex.; Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 10,7 [ET] variant; cf. Tdf. Proleg., p. 117); Fritzsche on Winer s Grammar, (36 and) 64 (62); (Buttmann, 15 (14)).
}}
{{grml
|mltxt=(-ατος), το (AM [[γῆρας]])<br />η γεροντική [[ηλικία]], τα [[γεράματα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τέλος]], [[φθορά]]<br /><b>2.</b> το παλιό [[δέρμα]] του φιδιού, το [[φιδοπουκάμισο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κέλυφος]] τών οστρακόδερμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[γήρας]], [[γηράσκω]] και <i>γηράω</i> συνδέονται με το [[γέρας]], που [[είναι]] το παλαιότερο ουσιαστικό αυτής της οικογένειας. Αντίθετα [[προς]] το [[γέρας]] που διατήρησε τη [[σημασία]] της «[[τιμής]]», η αρχική [[έννοια]] της «γηραιότητας» διατηρήθηκε στον παράλληλο τ. [[γήρας]] και στον ρηματικό τ. [[γηράσκω]] τών οποίων το [[ριζικό]] [[φωνήεν]], όπως και σε άλλους ρηματικούς τύπους, εμφανίζεται παρεκτεταμένο. Υποστηρίχθηκε η [[άποψη]] ότι η [[μακρότητα]] του ριζικού φωνήεντος [[είναι]] αναλογική [[προς]] τους τύπους <i>ήβη</i>, <i>ηβαίω</i>, που έχουν αντίθετη [[έννοια]]. Πιθανότερη όμως [[είναι]] η [[απόδοση]] της ύπαρξης του μακρού φωνήεντος σε αρχικό αθέματο αόριστο <i>εγήρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>jari</i>-<i>mάn</i> - [με βραχύ [[φωνήεν]]] «γηραιότητα», <i>j</i><i>ā</i><i>ri</i>-<i>suh</i> [με μακρό [[φωνήεν]]], τ. του αορίστου)].
}}
}}