Anonymous

δοκάζω: Difference between revisions

From LSJ
9
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[estar a la espera]] πλόον [[δοκάζω]] Sophr.52, cf. S.<i>Fr</i>.221.23, cf. ἐδόκαζεν· ἀπεδέχετο Hsch.
|dgtxt=[[estar a la espera]] πλόον [[δοκάζω]] Sophr.52, cf. S.<i>Fr</i>.221.23, cf. ἐδόκαζεν· ἀπεδέχετο Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[δοκάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]]<br /><b>2.</b> [[περιμένω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός [[κατά]] τα σε <i>–άζω</i> από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δεκ</i>- του [[δέχομαι]], όπως εξάλλου και το [[δοκώ]]].
}}
}}