Anonymous

ἕβδομος: Difference between revisions

From LSJ
10
(strοng)
(10)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=ordinal from [[ἑπτά]]; [[seventh]]: [[seventh]].
|strgr=ordinal from [[ἑπτά]]; [[seventh]]: [[seventh]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἕβδομος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει τη [[θέση]] με τον αριθμό [[επτά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το έβδομο</i>(<i>ν</i>)<br />ένα από τα [[επτά]] ίσα ή όμοια μέρη ενός συνόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως απόλ.) [[επτά]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἕβδομον</i><br />για έβδομη [[φορά]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἕβδομα</i><br />[[έργο]] [[επτά]] χρόνων.
}}
}}