Anonymous

δυσπαράκλητος: Difference between revisions

From LSJ
10
(big3_12)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[implacable]], [[inexorable]] τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.<i>AI</i> 16.151 (cód., v. [[δυσπαραίτητος]]), [[ἀτελεύτητος]] δὲ [[δυσαξίωτος]], δ. Sch.S.<i>OT</i> 334P., glos. a [[δυσπαραίτητος]] Sch.A.<i>Pr</i>.34D., [[ἀναίδεια]] Sch.Er.<i>Il</i>.1.225c.
|dgtxt=-ον<br />[[implacable]], [[inexorable]] τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.<i>AI</i> 16.151 (cód., v. [[δυσπαραίτητος]]), [[ἀτελεύτητος]] δὲ [[δυσαξίωτος]], δ. Sch.S.<i>OT</i> 334P., glos. a [[δυσπαραίτητος]] Sch.A.<i>Pr</i>.34D., [[ἀναίδεια]] Sch.Er.<i>Il</i>.1.225c.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσπαράκλητος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν επηρεάζεται από παρακλήσεις, [[σκληρός]], [[άτεγκτος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ) <i>τὸ δυσπαράκλητον</i><br />[[σκληρότητα]], [[ακαμψία]].
}}
}}